Της ειδικής απεσταλμένης μας WENDY KRISTIANASEN*
-
Λίγο πριν συμπληρωθεί ένας μήνας από τις επιθέσεις της 26ης Νοεμβρίου, τα πολυτελή ξενοδοχεία της Βομβάης «Ταζ Μαχάλ» και «Ομπερόι» άνοιξαν ξανά τις πόρτες τους. Στο εσωτερικό της χώρας όμως οι πληγές δεν έχουν κλείσει(1). Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Μανμχάν Σινγκ θεώρησε ότι οι ένοχοι προέρχονταν από τα ισλαμιστικά κινήματα του Πακιστάν, ευρέως γνωστά, ευυπόληπτα και με επιρροή στη χώρα τους. Εκτοτε, η πίεση στο Ισλαμαμπάντ εντάθηκε.
Με τον άμεσο προσδιορισμό του εξωτερικού εχθρού, ο Σινγκ προσπάθησε επίσης να αποφύγει τη σύγκρουση μεταξύ ινδουιστικής και μουσουλμανικής κοινότητας. Το δε μεγαλύτερο ινδουιστικό εθνικιστικό κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα της Ινδίας (Bharatiya Janata Party -BJP), έπαιζε πια το χαρτί του φόβου. Ανεπιτυχώς, βεβαίως, αφού σχεδόν όλα τα ισλαμιστικά κινήματα είχαν ήδη καταδικάσει τις τρομοκρατικές ενέργειες, τόσο στη Βομβάη όσο και εκείνες που βύθισαν στο πένθος την Ινδία στη διάρκεια του 2008. Ορισμένες οργανώσεις, ωστόσο, εκφράζουν φόβους για μια ενδεχόμενη σκλήρυνση των νέων μουσουλμάνων, μεγάλος αριθμός των οποίων ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Εκπληξη στο Νέο Δελχί: Μόλις μία εβδομάδα έπειτα από τις επιθέσεις στη Βομβάη, το Κόμμα του Κογκρέσου που ηγείται του κυβερνητικού συνασπισμού ενίσχυσε τα ποσοστά του σε τρία από τα πέντε κρατίδια όπου διεξήχθησαν εκλογές – μεταξύ αυτών και η πρωτεύουσα. Πρόκειται για μια νίκη την οποία κανείς δεν περίμενε – το κόμμα αυτό έδειχνε τόσο φθαρμένο από τα τέσσερα χρόνια εξουσίας, αποδυναμωμένο από την οικονομική κρίση, αποδοκιμασμένο από τα αιματηρά γεγονότα του Νοέμβρη. Παρ’ όλα αυτά, στις 8 Δεκεμβρίου επικράτησε σε ένα από τα πιο τουριστικά κρατίδια της Ινδίας, το Ρατζαστάν, έναντι των ινδουιστών εθνικιστών του Λαϊκού Κόμματος της Ινδίας (ΛΚΙ), του οποίου η προεκλογική εκστρατεία είχε στηριχτεί στις αδυναμίες της κεντρικής εξουσίας απέναντι στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας γενικότερα και των μουσουλμάνων ειδικότερα.
«Το ΛΚΙ αγόρασε μία ολόκληρη σελίδα διαφήμισης σε εφημερίδες, με τη λέξη «τρομοκρατία» με έντονους χαρακτήρες, περιτριγυρισμένη από πιτσιλιές αίματος και με το σύνθημα: «Η ψήφος υπέρ του ΛΚΙ είναι ψήφος υπέρ της ασφάλειας»», σημειώνει ο Τζαβέντ Ανάντ, συγγραφέας, στρατευμένος μουσουλμάνος και κοσμικός. «Αλλά η προσπάθεια δεν απέδωσε. Πολλοί άνθρωποι, και εμείς οι μουσουλμάνοι επίσης, ανησυχούμε. Το εκλογικό σώμα όμως ψήφισε υπέρ της αποτελεσματικότητας – για την κάλυψη των βασικών του αναγκών».
Πράγματι, το εκλογικό σώμα αποφάσισε εστιάζοντας σε τοπικά και κοινωνικά ζητήματα (τιμές των τροφίμων, εφοδιασμός σε νερό, θέσεις εργασίας…). Κι αυτό, άλλωστε, εξηγεί και την επιτυχία του Λαϊκού Κόμματος της Μειοψηφίας (BSP), κόμμα των ντάλιτ («ανέγγιχτων», βλ. ένθετο για τις κάστες), το οποίο στο Νέο Δελχί πέρασε από το 5% που κατείχε το 2003 στο 14% στις 15 Δεκεμβρίου. Το Λαϊκό Κόμμα της Μειοψηφίας ιδρύθηκε από την Κουμάρι Μαγιαουάτι, η οποία ανέλαβε την πρωθυπουργία του κρατιδίου Ουτάρ Πραντές, αφού πρώτα σχημάτισε πρωτοφανή συμμαχία με ντάλιτ, ινδουιστές των ανώτερων κοινωνικά τάξεων και μουσουλμάνους. Η συμμαχία αυτή, μάλιστα, θα μπορούσε κάλλιστα να διευρυνθεί περαιτέρω.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα κατά πόσο τα αποτελέσματα θα επηρεάσουν και τις βουλευτικές εκλογές της άνοιξης. Εύλογα, όμως, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι χειρισμοί του ΛΚΙ απέτυχαν. Και η σύγκρουση μεταξύ κοινοτήτων, την οποία προσδοκούσαν οι μεν – οι πιο φανατικοί από τους ινδουιστές εθνικιστές – και φοβούνταν οι δε -κυρίως οι μουσουλμανικές κοινότητες- δεν συνέβη ποτέ. Οι μουσουλμάνοι, ωστόσο, εξακολουθούν να ανησυχούν και γι’ αυτό κινητοποιούνται.
Στις 7 Δεκεμβρίου, δέκα μέρες δηλαδή μετά τις επιθέσεις στη Βομβάη, μουλάδες, μουφτήδες και απλοί μουσουλμάνοι συμμετείχαν σε μια σιωπηρή συγκέντρωση στη μνήμη των θυμάτων, την οποία οργάνωσε ο συγγραφέας Ανάντ και η ομάδα Μουσουλμάνοι για την Κοσμική Δημοκρατία (Muslims for Secular Democracy). Εξέφρασαν την αγανάκτησή τους για την «κατάρρευση κάθε κυβερνητικού συστήματος» και καταδίκασαν «το σύνολο των οργανώσεων που εμπλέκονται στις μαζικές δολοφονίες», την Αλ Κάιντα, τους Ταλιμπάν, τα πακιστανικά κινήματα, κυρίως το Λακσάρ-ε-Τάιμπα, και ορισμένες τοπικές ινδικές ομάδες. «Οχι στο όνομά μας (2)», διακήρυξαν.
Διοργανώθηκαν κι άλλες συγκεντρώσεις στις πόλεις Μπάνγκαλορ, Αχμενταμπάντ, Ιντόρε, Χιντεραμπάντ και στο Νέο Δελχί. Οι θρησκευτικές αρχές, όμως, από την πλευρά τους, αρνήθηκαν να ενταφιάσουν τους εννέα καμικάζι σε μουσουλμανικό νεκροταφείο, με το διπλωματικό επιχείρημα ότι δεν ήταν πραγματικοί πιστοί. Τελευταίες σε μια μεγάλη σειρά, οι επιθέσεις στη Βομβάη τράβηξαν την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης επειδή είχαν ως θύματα Δυτικούς, έστω κι αν στη μεγάλη πλειονότητά τους ήταν Ινδοί. Μόνο κατά τη διάρκεια του 2008, διάφορες εκρήξεις σκότωσαν πάνω από διακόσιους ανθρώπους και τραυμάτισαν περίπου χίλιους. Οι μεγαλύτερες συγκρούσεις έγιναν κυρίως στο κρατίδιο του Ασαμ, κέντρο ενός ισχυρού αυτονομιστικού κινήματος, όπου περισσότεροι από 64 άνθρωποι βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ εκατοντάδες ακόμη τραυματίστηκαν στους δρόμους.
Στο στόχαστρο βρέθηκαν επίσης το Νέο Δελχί (13 και 30 Σεπτεμβρίου, 19 νεκροί), η Μαλεγκαόν (3) (29 Σεπτεμβρίου, πέντε νεκροί), το Αχμενταμπάντ (26 Ιουλίου, 49 νεκροί), η Μπάνγκαλορ (25 Ιουλίου, δύο νεκροί) και το Τζαϊπούρ (13 Μαΐου, 63 νεκροί). Οι υποψίες στράφηκαν, τότε, περισσότερο προς τις τοπικές ομάδες -τους Ινδούς Μουτζαχεντίν (Indian Mujahideen) και το Φοιτητικό Ισλαμικό Κίνημα της Ινδίας (Students Islamic Movement of India – SIMI), που σήμερα είναι παράνομες – παρά προς το Πακιστάν, τον συνήθη ύποπτο.
Τα μέσα ενημέρωσης πυροδότησαν κλίμα υστερίας. Ελλείψει αποδείξεων, όλες οι «εμπιστευτικές πληροφορίες» από την αστυνομία ή τις μυστικές υπηρεσίες λαμβάνονταν τοις μετρητοίς. Μουσουλμανικές προσωπικότητες και μέλη της διανόησης, κατά παράδοση αριστερής, εξέφρασαν την ανησυχία τους απέναντι στην πληθώρα των τρομοκρατικών «εγκεφάλων» που αποκαλύφθηκαν, στις συλλήψεις εκατοντάδων μουσουλμάνων, στις αναφορές για «ομολογίες» που αποσπάστηκαν με βασανιστήρια.
Ακόμη πιο ανησυχητικό για τη μουσουλμανική κοινότητα είναι το γεγονός ότι οι βασικοί ύποπτοι δεν είναι «ιμάμηδες» που έχουν εκπαιδευτεί στο Κοράνι, αλλά άνθρωποι με σύγχρονη κοσμική εκπαίδευση. «Οι ινδοί ηγέτες είναι ανέντιμοι, υπάρχει κρίση νομιμότητας. Επιπλέον, στην Ινδία, δεν υπάρχει συναίνεση σε κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της τρομοκρατίας», εξηγεί ο Ομπάιντ Σιντίκι, μουσουλμάνος, ειδικός των μέσων ενημέρωσης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Jamia Millia Islamia του Ν. Δελχί. Προοδευτικά ριζώνει μια επικίνδυνη ισλαμοφοβία. Γι’ αυτό και το Κέντρο Ισλαμικών Σπουδών Ντάρουλ Ουλούμ στο Ντέομπαντ (Ουτάρ Πραντές), εξέδωσε τον Φεβρουάριο του 2008 μια φάτουα (θρησκευτικό διάταγμα)(4) ενάντια στην τρομοκρατία και διοργάνωσε στις 21 Μαΐου, στο Νέο Δελχί, διάσκεψη μεταξύ των κυριότερων μουσουλμανικών οργανώσεων υπέρ της φάτουα, με επικεφαλής τον μεγάλο μουφτή Χαμπιμπούρ Ρεχμάν, διευθυντή του Ντάρουλ Ουλούμ, και τους τρεις βοηθούς του.
Στη μουσουλμανική κοινότητα, και μόνο το όνομα Ντέομπαντ εμπνέει φόβο και σεβασμό. Οι περισσότεροι ινδοί σουνίτες (που πλειοψηφούν συντριπτικά στη χώρα) ακολουθούν την εκεί παρεχόμενη εκπαίδευση. Το Κέντρο Ισλαμικών Σπουδών Ντάρουλ Ουλούμ βρίσκεται στο μικρό προάστιο του Ντέομπαντ, έξι ώρες οδικώς από το Νέο Δελχί, ανάμεσα σε χωράφια με δημητριακά και ζαχαροκάλαμα.
Αριθμεί περίπου 3.500 μαθητές, οι οποίοι διαμένουν εκεί για δεκατρία χρόνια, μέχρι να πάρουν το δίπλωμά τους. Κάθε χρόνο, επιλέγονται 800 υποψήφιοι από τους 10.000 που έχουν κάνει αίτηση. Η εκπαίδευση είναι δωρεάν. Ο Αντίλ Σιντίκι, διευθυντής δημοσίων σχέσεων, ξεναγώντας μας μέσα από έναν δαίδαλο κτιρίων μέχρι τις κουζίνες, που είναι ανοιχτές κι όπου αλέθουν το σιτάρι, διαβεβαιώνει: «Οι γεωργοί από δίπλα μάς αγαπούν πολύ και δίνουν σιτάρι στα αγόρια».
Σύμφωνα με τον Αντίλ Σιντίκι, η σχολή -που ιδρύθηκε το 1986- κατηγορήθηκε άδικα ότι διατηρεί δεσμούς με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και τους Ταλιμπάν, μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Αντιθέτως, χαίρει σεβασμού χάρη στις μετριοπαθείς θέσεις της. Οι ιδρυτές μάλιστα της σχολής αυτής πρωτοστάτησαν στην εξέγερση των σεπάι, το 1857, ενάντια στη βρετανική αυτοκρατορία(5).
Οι μουφτήδες πήραν κι άλλες πρωτοβουλίες προκειμένου να δηλώσουν την άρνησή τους στη βία: Με την παρακίνηση της Τζαμιάτ Ουλεμά-ε-Χιντ (JUH), μιας οργάνωσης που συνδέεται με την Ντέομπαντ και που αριθμεί 10 εκατομμύρια μέλη, το «τρένο της ειρήνης» μετέφερε, στις 2 Νοεμβρίου του 2008, περισσότερους από έξι χιλιάδες μουφτήδες για τη Χιντεραμπάντ, όπου διοργανωνόταν διάσκεψη ενάντια στην τρομοκρατία. Μια νέα φάτουα (εμπνευσμένη από αυτήν του Ντάρουλ Ουλούμ), η οποία απαγόρευε τη βία στο όνομα του Ισλάμ και επικυρώθηκε εκεί, ενώ εκατό χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν για να παρακολουθήσουν τη βραδιά λήξης.
Ο Μαουλάνα Μαχμούντ Μαντάνι, αρχηγός του JUH και μέλος του Ράτζγια Σάμπα (Rajya Sabha), του ανώτερου Νομοθετικού Συμβουλίου της ινδικής Βουλής, επέστησε την προσοχή στον ρόλο της «εθνικής ενσωμάτωσης ως απαραίτητου πλαισίου για κάθε συζήτηση». Νωρίτερα, η Μαντάνι είχε αναγνωρίσει ότι το JUH πρέπει να προσπαθήσει ακόμη περισσότερο προκειμένου να προσεγγίσει τη δυσαρεστημένη νεολαία και να της καταστήσει σαφές ότι «η τρομοκρατία δεν μπορεί να είναι η τζιχάντ».
Παρόλο που η επιρροή των μουλάδων της Ντέομπαντ είναι σημαντική στους θρησκευτικούς κύκλους και τους φτωχούς πληθυσμούς, παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη στους νέους. Πολλοί μουσουλμάνοι διαμαρτύρονται ότι οι μουφτήδες δεν προώθησαν επισταμένα τις μεταρρυθμίσεις του Personal Law, του Κώδικα Ατομικής Κατάστασης, που επιτρέπει να εφαρμόζεται ο ισλαμικός νόμος σε όλες τις οικογενειακές υποθέσεις (διαζύγιο, γάμος, κληρονομιά…)(6). Πολλές γυναίκες επίσης απαιτούν αλλαγές, καθώς οι διαδικασίες διαζυγίου, για παράδειγμα, προωθούνται συχνά μονομερώς από τους άντρες.
Υπάρχουν δύο ακόμη ομάδες, που συχνά συνδέονται με τον εξτρεμισμό: η Ταμπλίγκι Τζαμάατ και η Τζαμάατ-ε-Ισλάμι (JIH). Η πρώτη, η οποία συχνά κατηγορείται για φονταμενταλισμό στο εξωτερικό, εμφανίζεται στην Ινδία ως ένα καθαρά θρησκευτικό κίνημα, που αδιαφορεί παντελώς για την πολιτική. Η δεύτερη ομάδα έχει ισχυρή παρουσία στα κυριότερα μέσα ενημέρωσης και μεγάλη φήμη μεταξύ των ισλαμιστών. Τελευταία, μάλιστα, άμβλυνε τη ρητορική της, παρόλο που οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι (όπως αυτοί της Ντέομπαντ) θεωρούν κάθε μορφή πολιτικού Ισλάμ ως απειλή. Γι’ αυτό και η JIH αποκλείστηκε από τις κοινές μουσουλμανικές πρωτοβουλίες του 2008 ενάντια στην τρομοκρατία.
Τον Οκτώβριο, συνέταξε τη δική της δήλωση ενάντια στις βιαιότητες και έναν μήνα αργότερα έστειλε δύο καραβάνια ειρήνης σε όλη τη χώρα για να «καταπολεμήσει την τρομοκρατία». Στο μεταξύ, στην Κεράλα έκανε την εμφάνισή του ένα κίνημα πιο ριζοσπαστικό από το JIH, το Εθνικό Δημοκρατικό Μέτωπο (National Democratic Front), το οποίο πρεσβεύει τον ένοπλο αγώνα ενάντια στους ινδουιστές εθνικιστές.
Ο πραγματικός κίνδυνος έρχεται από τη μιζέρια και το αίσθημα αδικίας που κυριαρχεί στην κοινότητα. Πράγματι, η πλειοψηφία των 154 εκατομμυρίων μουσουλμάνων -13,4% του συνολικού πληθυσμού, και συνεπώς η βασική μειονότητα στην Ινδία- έμειναν στο περιθώριο του «ινδικού θαύματος» που τόσο έχει εγκωμιαστεί. Σύμφωνα με την έκθεση της επιτροπής, υπό την προεδρία του υπουργού Δικαιοσύνης Ρατζέντρα Σάσαρ(7), οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί «υπολείπονται στους περισσότερους δείκτες της ανθρώπινης ανάπτυξης». Η έκθεση χρονολογείται από το 2006 και διενεργήθηκε κατ’ εντολή της κυβέρνησης. Καμία, όμως, από τις συστάσεις της δεν εφαρμόστηκε.
Με βάση, λοιπόν, τα επίσημα στοιχεία, οι μουσουλμάνοι τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο με τις χαμηλές ινδουιστικές κάστες και τους ντάλιτ – ενίοτε και χαμηλότερα. Η δυστυχία αυτή καθίσταται ολοφάνερη στη μουσουλμανική παραγκούπολη του Γκολιμπάρ, ανατολικά της Βομβάης, όπου ο πληθυσμός ζει μέσα σε μικροσκοπικές κατοικίες, των οποίων ο πρώτος όροφος είναι προσβάσιμος μόνο με σκαλωσιά. Ωστόσο, εκεί μπορεί να συναντήσει κανείς σωματεία ενοικιαστών και αυτοσχέδια εξωτερικά ιατρεία που προσφέρουν εμβόλια (συμπεριλαμβανομένων και των εμβολίων ενάντια στον τύφο και την ηπατίτιδα Β). Ακόμη και μαθήματα αγγλικών μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος στον δρόμο («χωριστά για τους άνδρες και τις γυναίκες»).
Ο πληθυσμός φαίνεται φιλόξενος, σε αντίθεση με αυτόν του Μάχιμ Ουέστ, στα περίχωρα του ιερού του Μπάμπα Μαχντούμ. Εδώ η φτώχεια μοιάζει βαθύτερη και οι νέοι λιγότερο ευγενικοί. Παρόλο που η συνοικία δεν μπορεί να θεωρηθεί παραγκούπολη, είναι πιο βρόμικη από το Γκολιμπάρ.
Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί είναι επίσης λιγότερο μορφωμένοι – πάντα σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιτροπής Σάσαρ. Το ένα τέταρτο των ατόμων ηλικίας 6-14 ετών δεν έχουν φοιτήσει ποτέ σε σχολείο ή το έχουν εγκαταλείψει. Το ποσοστό αναλφαβητισμού της κοινότητας βρίσκεται στο 59% (έναντι 65% σε εθνικό επίπεδο). Παρόντες μόνο σε ποσοστό 4% στα μεγάλα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι μουσουλμάνοι δεν κατέχουν παρά το 5% των θέσεων στη δημόσια διοίκηση.
Πολλοί ασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα (οι ινδουιστές είναι κυρίως έμποροι), η παγκοσμιοποίηση όμως δυσχεραίνει τις δραστηριότητές τους. Το γεγονός ότι κατορθώνουν να ανέρχονται κοινωνικά οφείλεται κυρίως στα ιδιαίτερα «χαρίσματα» που έχουν στη μουσική, τον κινηματογράφο ή τον αθλητισμό, όπως, για παράδειγμα, ο Γιουσούφ Πατάν, παίκτης του κρίκετ στην εθνική ομάδα, γιος ενός μουλά, ή ακόμη και η Σάνια Μίζρα, η μοναδική Ινδή τενίστρια που έχει συμμετάσχει σε τουρνουά του Γκραντ Σλαμ(8). Ομως, ακόμη και στη διάσημη ηθοποιό Σαμπάνα Αζμι, η οποία αγωνίζεται για το δικαίωμα στη στέγη, αρνήθηκαν το δικαίωμα να αγοράσει το σπίτι της επιλογής της σε συνοικία της Βομβάης.
- Δίπλα δίπλα, αλλά χωριστά
Το ίδιο επιβεβαιώνει και η Χουμέρα Αχμέντ, διευθύντρια των ταχυδρομικών υπηρεσιών της πόλης, μια μουσουλμάνα με επικριτική στάση απέναντι στις ομόθρησκές της. Θεωρεί τους ινδουιστές ανεκτικούς και τους μουσουλμάνους απόλυτους, «όχι μόνο στη θρησκεία τους, αλλά και στον τρόπο της ζωής τους». Αναγνωρίζει επίσης ότι οι μουσουλμάνοι υποφέρουν από διακρίσεις: «Σήμερα, δεν θα μπορούσα πια να επιστρέψω στην πολυκατοικία όπου έζησα επί 25 χρόνια και η οποία ανήκει σε ινδουιστές. Η κοινωνική μου θέση, όμως, και το γεγονός ότι ζω σε μια κοσμοπολίτικη πόλη μού προσφέρουν τη δυνατότητα να ξεφεύγω από το κοινοτικό «κουτί»».
Ινδουίστρια δημοσιογράφος, η Σόμα Σοντούρι συνοψίζει με εξαιρετικό τρόπο το πρόβλημα: «Οι κοινότητές μας ζούσαν πάντοτε σε γκέτο, συναντιούνται όμως σε κάθε τομέα της πολιτικής ζωής. Οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται εμπορικά μεταξύ τους. Ζουν χωριστά, πάντα όμως δίπλα – δίπλα. Η ισορροπία αυτή απειλείται». Η οικογένεια Σιντίκι αποτελεί παράδειγμα της εξέλιξης αυτής: Κατοικούσε στην πιο γνωστή μουσουλμανική συνοικία του Δελχί, στην Τζάμια Ναγκάρ, η οποία συγκέντρωνε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Δίπλα στις όμορφες βίλες αποικιακού στιλ με κήπο και στα συγκροτήματα άνετων διαμερισμάτων ξεδιπλώνεται ένας λαβύρινθος από βρόμικα μονοπάτια που φιλοξενούν μεγάλο αριθμό απόκληρων του Αλλάχ.
Ο Ομπάιντ Σιντίκι αισθανόταν για καιρό άνετα. Τα πράγματα, όμως, έγιναν περίπλοκα: η γυναίκα του είναι σιχ που ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα, και η κόρη τους ανατράφηκε σύμφωνα με τις αρχές της ίδιας θρησκείας. Γι’ αυτό, παρά τις δύο ώρες μετακίνησης μέσα στο μποτιλιάρισμα και παρά την έντονη μόλυνση, η οικογένεια μετακόμισε σε μια πόλη-δορυφόρο όπου είναι δυνατο να περάσει κανείς απαρατήρητος. «Εχουμε σοφέρ και συνηθίσαμε να κάνουμε αυτή τη διαδρομή καθημερινά», εξηγούν.
Στο Βαϊσάλι, κοντά στην πόλη Γκαζιαμπάντ, μερικά χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Ουτάρ Πραντές, υπάρχουν πολλά καταστήματα Pizza Hut και McDonald’s, και κατά τη διάρκεια του Ντιουάλι (η ινδουιστική Πρωτοχρονιά), η πόλη ξεχειλίζει από γιρλάντες, λουλούδια, φώτα και μουσική, πλημμυρίζοντας από κόσμο που την επισκέπτεται. Αλλά οι άνθρωποι διστάζουν να προχωρήσουν σε αγορές, αφού η ανάμνηση των επιθέσεων που συντάραξαν τη χώρα το 2008 παραμένει έντονη. Προφυλαγμένη από φράχτη, η πολυκατοικία των Σιντίκι είναι μάλλον σικάτη (παρόλο που το ασανσέρ δεν μοιάζει ασφαλές). Εχει πισίνα και γυμναστήριο. Μόνο δύο οικογένειες στις εβδομήντα πέντε είναι μουσουλμανικές.
Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς τη σημερινή δυστυχία; Οπωσδήποτε το μίσος παραμένει βαθιά ριζωμένο σε αυτούς που έζησαν, το 1947, το πλήγμα της διαίρεσης, την ανεξαρτησία και τη μετακίνηση πληθυσμών(9) στη χώρα. Από τη δεκαετία του 1920, με την άνοδο στην εξουσία της Εθνικής Οργάνωσης Εθελοντών (Rashtriya Swayamsevak Sangh -RSS)(10), η ινδουιστική δεξιά είχε ήδη ξεκινήσει να προωθεί την έννοια του ινδουιστικού ράστρα («έθνος»), το ένδοξο παρελθόν του οποίου διακόπηκε από τη βασιλεία των Μογγόλων.
Η εθνικιστική πολιτική του Λαϊκού Κόμματος της Ινδίας και των συμμάχων του, όμως, επεδίωξε, από τη δεκαετία του ’80, να περιθωριοποιήσει τη μουσουλμανική κοινότητα. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι η ινδουιστική διασπορά στις ΗΠΑ και αλλού συμβάλλει γενναιόδωρα στην προώθηση αυτών των στόχων. Σύμφωνα με τη δημοσιογράφο Σοντούρι, «οι άνθρωποι βλέπουν τη διάσπαση μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων σαν μια γραμμή πολιτισμικού χάσματος. Για ένα διάστημα οι ιδρυτές [Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι και Τζαουαχαρλάλ Νεχρού] το περιόρισαν με την ευγενή ρητορεία τους περί δημοκρατίας».
Τα χρόνια, όμως, που ακολούθησαν την ανεξαρτησία έφεραν μόνο «βίαια επεισόδια», μεταξύ αυτών και τη δολοφονία του Μαχάτμα Γκάντι στις 30 Ιανουαρίου 1948, από ινδουιστή ακτιβιστή. Επειτα, στη δεκαετία του ’80, η ινδουιστική δεξιά «απέκτησε κάποια δόξα τη στιγμή που το Κόμμα του Κογκρέσου (που βρισκόταν τότε στην εξουσία) έχανε τη δική του. Το 1992, η κατεδάφιση του τεμένους Μπάμπρι, στην πόλη Αγιόντια, έπληξε τον πληθυσμό και ξεσήκωσε κύμα βίας σε ολόκληρη την Ινδία(11). Δέκα χρόνια αργότερα, ξέσπασαν εξεγέρσεις στην Γκουτζαράτ. Η διαμάχη του Κασμίρ ενίσχυσε τους φόβους: το BJP κατηγόρησε τους μουσουλμάνους ότι έχει συμμαχήσει με το Πακιστάν. Και η Ινδία, στο σύνολό της, συμφώνησε».
Προκαλώντας το θάνατο περίπου δύο χιλιάδων ατόμων(12), οι εξεγέρσεις του 2002 έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη. Οι βίαιες ενέργειες ενορχηστρώθηκαν από τους ινδουιστές εθνικιστές, μέχρι την υψηλότερη βαθμίδα του κράτους – και κυρίως τον πρωθυπουργό του Γκουτζαράτ, Ναρέντα Μόντι, που ασκεί ακόμα την εξουσία με τη συνενοχή της αστυνομίας. Δημοσιεύματα στον τύπο κατέδειξαν ότι η δίωξη των μουσουλμάνων ήταν προμελετημένη.
Οι ένοχοι όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν αλλά και πολλές οικογένειες εξακολουθούν να μην έχουν λάβει την άδεια να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Η Σόφι Χαν, ιδρύτρια της μη κυβερνητικής οργάνωσης Safar, διευκρινίζει ότι ακόμη και σήμερα, μόνο σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, υπολογίζονται σε 150.000 όσες έχουν μετακινηθεί εξαιτίας της πολιτικής διακρίσεων της αστυνομίας. Η πόλη του Αχμενταμπάντ, με τα 4,5 εκατ. κατοίκους της (σύμφωνα με την απογραφή του 2001), γνωρίζει οικονομική άνθηση. Ινδουιστές και μουσουλμάνοι, όμως, συνυπάρχουν δύσκολα. Οι τελευταίοι, δε, συγκεντρώνονται σε ορισμένες συνοικίες, όπως, για παράδειγμα, στην Τζουχαπούρα στα δυτικά της πόλης, ένα πελώριο γκέτο τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ατόμων, φτωχών – και μάλιστα πάμπτωχων στην πλειονότητά τους ανεξαρτήτως φυλής.
Υπάρχει, πλέον, ο φόβος μήπως ένα τέτοιο ρήγμα μεταξύ των κοινοτήτων διευρυνθεί σε όλη τη χώρα. Βέβαια, το Λαϊκό Κόμμα προβάλλει την έννοια του soft hindutva (μετριοπαθής ινδουιστής) σε αντίθεση με το εξτρεμιστικό κίνημα από το οποίο εμπνέεται, την Εθνική Οργάνωση Εθελοντών – γεγονός που του επέτρεψε να επιχειρήσει ένα άνοιγμα. Στην πραγματικότητα, «οι ιθύνοντες του κόμματος καλλιέργησαν κλίμα φόβου. Και το πρόβλημα προέρχεται από τις μεσαίες ινδουιστικές τάξεις και τους διανοούμενους. Μιλάμε όλοι – αλλά δεν θα ψηφίσουμε», συνεχίζει η Σοντούρι. Στην Ινδία είναι πράγματι οι φτωχοί που ψηφίζουν μαζικά, ενώ οι ανώτερες τάξεις παραμένουν απαθείς. Προκειμένου να δικαιολογήσει το μίσος που τρέφει για τους μουσουλμάνους, το Λαϊκό Κόμμα διαστρεβλώνει την ιστορία και «ξεχνά» ότι οι άραβες έμποροι έφτασαν στις ακτές του Μαλαμπάρ (Κεράλα) τον 7ο αιώνα.
Ετσι ρίζωσε ο ισλαμισμός στη χώρα. Αγιοι και ιερά μοιράστηκαν στους τόπους προσκυνήματος σούφι(13), αποτελώντας τον πλούσιο πολιτισμό συγκρητισμού της Ινδίας, που διαρκεί μέχρι σήμερα. Οπως, για παράδειγμα, στο Μερόλι, νότια του Νέου Δελχί, στο ιερό του Χαζράτ Χουάτζα Κουτμπουντίν Βαχτιγιάρ, το οποίο είναι στολισμένο με κίτρινα λουλούδια, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους γιορτής. Ο Ντασαμουίβ Βέρνα, ένας ηλικιωμένος ινδουιστής από τη μεσαία τάξη, γνωρίζει καλά το μέρος: Σύχναζε εκεί καθημερινά, επί είκοσι έξι χρόνια, αλλά τώρα πια έρχεται μόνο τέσσερεις φορές την εβδομάδα. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ορισμένοι φτωχοί που συγκεντρώνονται μέσα στο ιερό ήταν πάντοτε «λίγο – πολύ» μουσουλμάνοι…
Στο εξωτερικό, άντρες που φορούν το παραδοσιακό καπέλο σούφι είναι καθισμένοι και τραγουδούν υπνωτιστικά καουάλι (παραδοσιακή μουσική σούφι) με τη συνοδεία οργάνων όπως ο ταμπλάς ή το ντόλακ (τύμπανο). Η ατμόσφαιρα είναι βαριά από το λιβάνι. Στην έξοδο, ο μουλάς με διαβεβαιώνει ότι όλοι οι φτωχοί του Μερόλι, όποια κι αν είναι η θρησκεία τους, πηγαίνουν εκεί για τρόφιμα. Αποτρέπει, μάλιστα, έναν καβγά μεταξύ δύο αντρών που φιλονικούν για την είσπραξη από τη φύλαξη των παπουτσιών που αφήνουν συνήθως οι προσκυνητές στην είσοδο.
Εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, το Νταράβι, η μεγαλύτερη παραγκούπολη της Βομβάης (ορισμένοι λένε της Ασίας), φιλοξενεί τουλάχιστον ένα εκατομμύριο κατοίκους. Σε ορισμένες από τις συνοικίες της, οι μουσουλμάνοι ζουν δίπλα δίπλα με τους ινδουιστές. Στο εσωτερικό της αυτόνομης «πόλης» που αποτελείται από λαβυρινθώδη περάσματα και μικροσκοπικά μαγαζάκια, άτομα διαφορετικών θρησκειών εργάζονται στις ίδιες βιοτεχνίες, γεγονός που δεν εμπόδισε όμως τις δολοφονικές εξεγέρσεις το 1993. Εκτοτε, η συμβίωση μοιάζει ήρεμη. Στην Κεράλα, επίσης, οι δύο κοινότητες συνυπάρχουν χωρίς εμφανή προβλήματα. Πολλοί μουσουλμάνοι επιδιώκουν να έχουν πλέον γνώμη για την πορεία των εθνικών θεμάτων.
Λίγους μήνες από τις εθνικές προθεσμίες, αναθεωρούν τις επιλογές τους. Αφού το Κόμμα του Κογκρέσου δεν ανταποκρίθηκε στις δεσμεύσεις του, πρέπει, άραγε, αυτοί να συνάψουν νέες συμμαχίες με τα τοπικά κόμματα; Τοπικά μουσουλμανικά κόμματα υπάρχουν στην Κεράλα και στο Τζαμού-Κασμίρ, καθώς και στην Αντρα Πραντές, όπου ασκούν την εξουσία στο Χιντεραμπάντ, την πρωτεύουσά της (40% μουσουλμάνοι). Στην Ουτάρ Πραντές, συμμάχησαν με τους ντάλιτ του Λαϊκού Κόμματος της Μειοψηφίας επιτυχώς. Θα προχωρήσουν, άραγε;
* Η WENDY KRISTIANASEN είναι δημοσιογράφος στο Λονδίνο.
(1). Σ.τ.Ε.: Στις 26-11-08, τρομοκράτες πραγματοποίησαν συντονισμένες επιθέσεις σε τουλάχιστον 8 πολυσύχναστα σημεία της Βομβάης, μεταξύ των οποίων ένας σιδηροδρομικός σταθμός, μια υπαίθρια αγορά, νοσοκομεία, ένα αστυνομικό τμήμα, το καφέ-εστιατόριο «Λέοπολντ» (το γνωστότερο ίσως τουριστικό στέκι) και τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων «Ταζ Μαχάλ» και «Ομπερόι». Στα ξενοδοχεία, εκτέλεσαν όσους κατείχαν αμερικανικά και βρετανικά διαβατήρια και κράτησαν ομήρους για 48 ώρες. Ο τραγικός απολογισμός ήταν σχεδόν 168 νεκροί και 300 τραυματίες.
(2). Muslims for Secular Democracy, http://www.mfsd.org
(3). Για την επίθεση στη Μαλεγκαόν θεωρούνται ύποπτοι ινδουιστές εξτρεμιστές. Μεταξύ αυτών ένας sadhu και μία sadhvi («αυτοί που απαρνούνται τον σύγχρονο τρόπο ζωής»), ένας αντισυνταγματάρχης των ινδικών μυστικών υπηρεσιών και ένας απόστρατος.
(4). Αποσπάσματα υπάρχουν στη διεύθυνση http://www.mfsd.org/ fatwaenglish.htm. Βλ. και ένθετο.
(5). Βλ. William Dalrymphe, «Le Dernier Moghol, Noir sur blanc», Λοζάνη, 2008, και «Πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, η εξέγερση των σεπάι», «Le Monde Diplomatique», Αύγουστος 2007.
Σ.τ.Μ.: σεπάι: ινδοί στρατιώτες στην υπηρεσία των βρετανικών αρχών τον 19ο αιώνα.
(6). Το Personal Law θεσπίστηκε από τους Βρετανούς και επικυρώθηκε το 1947.
(7). «Social, economic and educational status of the muslims of India», κυβέρνηση της Ινδίας, Νοέμβριος 2006.
(8). Σ.τ.Ε.: Grand Slam: Τα τέσσερα μεγάλα τουρνουά τένις, το Australian Open, το Ρολάν Γκαρός (Γαλλία), το Ουίμπλεντον (Αγγλία) και το US Open.
(9). Η διαίρεση του εδάφους που κατείχαν οι Βρετανοί, σε Πακιστάν και Ινδία, στις 15 Αυγούστου του 1947, προκάλεσε μια τεράστια έξοδο. Δεκαπέντε εκατομμύρια άνθρωποι διέσχισαν τα σύνορα και από τις δύο κατευθύνσεις και πάνω από τρία εκατομμύρια πέθαναν. Βλ. Kuldip Nayar και Asif Noorani, «Tales of Two Cities», Roli Books, Νέο Δελχί, 2008, και Salman Rushdie, «Τα παιδιά του μεσονυκτίου», Ψυχογιός, Αθήνα, 2001.
(10). Το RSS απαγορεύτηκε μετά τη δολοφονική επίθεση στον Γκάντι από ένα μέλος του.
(11). Το τζαμί του Αγιόντια κατεδαφίστηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1992 από ινδουιστές εθνικιστές που επιθυμούσαν να κατασκευάσουν στη θέση του έναν ναό. Το γεγονός ξεσήκωσε κύμα βίας χωρίς προηγούμενο μεταξύ των κοινοτήτων.
(12). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των μη κυβερνητικών οργανώσεων, όπως η Citizens for Justice and Peace, http://www.cjponline.org
(13). Σ.τ.Ε.: Με τον όρο σούφι εννοούμε τις πρώτες ασκητικές κοινότητες του Ισλάμ, οι οποίες εγκατέλειψαν τα εγκόσμια, πρεσβεύοντας ότι το ανθρώπινο πεπρωμένο εξαρτάται από την ανεξιχνίαστη βούληση του Θεού. Σε αυτές τις κοινότητες επικράτησε το στοιχείο του μυστικισμού.
Οι κάστες και οι κοινωνικά μολυσμένοι
Οι κάστες είναι ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ινδουιστικής κοινωνίας, σύμφωνα με το οποίο ο λαός χωρίζεται σε διάφορες ομάδες (τις κάστες) και η κοινωνική κατάσταση καθενός ορίζεται από την κάστα στην οποία γεννήθηκε και η οποία τον ακολουθεί από τη γέννηση έως το θάνατό του.
Το όνομα της κάστας αποτελεί μέρος του επωνύμου του.
Η λέξη «κάστα» που σημαίνει «γένος-καταγωγή», δεν είναι ινδική. Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά τον 16ο αιώνα από τους πρώτους πορτογάλους εμπόρους που έφτασαν στις Ινδίες. Στις Ινδίες, η λέξη που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τον κοινωνικό διαχωρισμό δεν είναι κάστα αλλά «βάρνα».
Ιεραρχικά, η ανώτερη τάξη είναι η κάστα των κληρικών (Βραχμάνοι), έπονται οι πολεμιστές (Κσατρίγια), οι έμποροι (Βασίγια) και οι εργάτες (Σούντρα). Ο κοινωνικός διαχωρισμός των Ινδών εδράζεται στο κληρονομικό κριτήριο. Οσοι γεννήθηκαν έξω από το σύστημα των τεσσάρων βάρνα ονομάζονται «Ανέγγιχτοι» (ντάλιτ) και αποτελούν την πιο περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα που θεωρείται μιαρή. Αν κάποιος ντάλιτ (περίπου 170 εκατ.) αγγίξει κάποιον από ανώτερη κάστα, ο τελευταίος πιστεύει ότι έχει μολυνθεί και υπόκειται σε μια σειρά από τελετουργίες προκειμένου να εξαγνιστεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ντάλιτ να πέφτουν θύματα κοινωνικού αποκλεισμού, εκμετάλλευσης, βίας και αδικίας. Οι ντάλιτ έχουν επίσης περιορισμένη πρόσβαση σε εδάφη, στην εργασία, την εκπαίδευση και την ιατρική περίθαλψη. Παρά το γεγονός ότι το σύστημα ταυτίζεται με τον ινδουισμό, ακολουθείται και από άλλες θρησκείες, όπως η μουσουλμανική και η χριστιανική. Παρόλο που το ινδικό σύνταγμα απαγορεύει τη διάκριση με βάση κριτήρια κάστας -και αυτό λίγο πολύ τηρείται στις μεγάλες πόλεις- στην περιφέρεια είναι ακόμα σεβαστό.
Οι φυλές των μουσουλμάνων
Η Ινδία είναι η τρίτη μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα στον κόσμο, με πρώτες την Ινδονησία και το Πακιστάν.
Οι σουνίτες αποτελούν την πλειονότητα. Τα μεγαλύτερα ρεύματα είναι:
* Οι Ντεομπάντι του Κέντρου Ισλαμικών Σπουδών Ντάρουλ Ουλούμ στο Ντέομπαντ (Ουτάρ Πραντές). Είναι υποστηρικτές του ινδικού συστήματος της κοσμικής δημοκρατίας, μετριοπαθείς, η διδασκαλία τους ακολουθείται και έξω από την Ινδία. Οι δεσμοί τους με την οργάνωση Τζαμιάτ Ουλέμα-ε-Χίντ (Jamiat Ulema-e-Hind – JUH), την «Οργάνωση Ινδών Δασκάλων», τους επιτρέπει να έχουν κοινωνικές και πολιτικές διασυνδέσεις.
* Οι Μπαρέλβι, από το όνομα της πόλης Μπαρέιγ (Ουτάρ Πραντές). Είναι ενεργοί στην Ινδία, το Μπαγκλαντές και το Πακιστάν και ακολουθούν τις μυστικιστικές πρακτικές σούφι. Πολλές μουσουλμανικές οργανώσεις δεν τους θεωρούν «ορθόδοξους».
* Οι σαλαφιστές του Τζεμιάτ Αλ-ε-Χαντίθ (Jamiat Ahl-e-Hadeeth) βρίσκονται κοντά στο παραδοσιακό ισλάμ της Σαουδικής Αραβίας. Αντίθετα με άλλους σαλαφιστές (σουνίτες που ακολουθούν πιστά τη διδασκαλία του Μωάμεθ και των πρώτων του μαθητών) στον κόσμο, οι οπαδοί του θεωρούνται προοδευτικοί.
* Το Ταμπλίγκι Τζαμάατ (Tablighi Jamaat) είναι μια μικρότερη αποστολική οργάνωση, προσκολλημένη στο δόγμα και τη θρησκευτική αγνότητα. Στο εξωτερικό συχνά κατηγορείται για φονταμενταλισμό.
* Το Τζαμάατ-ε-Ισλάμι Χιντ (Jamaat-e-Islami Hind – JIH) είναι ο ινδικός βραχίονας της οργάνωσης που ίδρυσε ο Αμπούλ Αλά Μοντούτι στη Λαχόρη (που σήμερα βρίσκεται στο Πακιστάν) στις 26-8-1941. Εχει λίγα μέλη (περίπου 25.000) αλλά μεγάλη επιρροή. Ενέπνευσε πιο ακραίες οργανώσεις όπως το Φοιτητικό Ισλαμικό Κίνημα της Ινδίας (Students Islamic Movement of India), το οποίο σήμερα είναι παράνομο.
Η μειονότητα των σιιτών μουσουλμάνων χωρίζεται και αυτή σε δύο κατηγορίες:
* Οι ισμαηλινοί, που ακολουθούν τον Αγά Χαν και αποτελούν μια ενωμένη, προοδευτική και ευημερούσα κοινότητα με μεγάλη διασπορά σε ολόκληρο τον κόσμο.
* Οι Νταούντι Μπόρας (Dawoodi Bohras), παραδοσιακά έμποροι, συχνά πλούσιοι, ζουν χώρια από τους άλλους μουσουλμάνους. Ακολουθούν τις αυστηρές αρχές του εμίρη τους που βρίσκεται στη Βομβάη.